- Θεσμοφορίων
- θεσμοφόριαat the Th.neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεσμοφοριών — θεσμοφοριών, ὁ (Α) [θεσμοφόρια] ονομασία μήνα στην Ηρακλεία … Dictionary of Greek
θεσμοφορίων — θεσμοφόρια at the Th. neut gen pl θεσμοφόριον temple of Demeter neut gen pl θεσμοφόριος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THESMOPHORIA — festum cui a Cetere θεσμοφόρῳ nomen. Huius enim beneficiô cum fruges inventae esent, quarum dein sationem Tripolemus docuit, decretô totius populi Atheniensis, sacra hae instiura sunt, quae a Cerere, ut dictum, Thesmophoria, et a partre… … Hofmann J. Lexicon universale
Στήνια — Αθηναϊκή γιορτή, που γινόταν στο ιερό της Δήμητρας του Δήμου Άλιμου, στα μέσα του φθινοπώρου από έγγαμες μόνο γυναίκες. Τα Σ. αποτελούσαν το πρώτο μέρος της μεγάλης γιορτής των θεσμοφορίων, και γίνονταν σε ανάμνηση της ευχαρίστησης που είχε… … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
CEREALIA — orum, sacra Cereris a Triptolemo instituta, quae Plinius, l. 24. c. 9. Thesmophoria vocat, a Cerere Thesmophoro, h. e. legum latrice. Haec autem festa tantâ religione celebrabantur, ut feriae pollutae crederentur, si quis eô tempore cum uxore… … Hofmann J. Lexicon universale
Μιλτοφοριών — Μιλτοφοριών, ώνος, ὁ (Α) ονομασία μήνα στην Αμοργό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + φοριών πιθ. κατά το Θεσμοφορίων] … Dictionary of Greek
αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη … Dictionary of Greek
διώγμα — το (AM διωγμό, Μ και διώγμα) [διώκω] 1. καταδίωξη, κυνήγημα 2. το αντικείμενο τής καταδιώξεως, το θήραμα μσν. νεοελλ. (για πρόσωπα) εκδίωξη, αποπομπή μσν. αλλαγή σελήνης αρχ. μυστική τελετή στη διάρκεια τών Θεσμοφορίων από την οποία έδιωχναν τους … Dictionary of Greek
ευπαιδία — εὐπαιδία και σε παπ. εὐπαιδεία, ἡ (Α) [εύπαις] 1. το να έχει κανείς καλά παιδιά, η ευτεκνία 2. φρ. «εὐπαιδίας ἀγών» ο αγώνας που τελούσαν στην Αθήνα την τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων και κατά τον οποίο βραβευόταν η μητέρα που είχε γεννήσει… … Dictionary of Greek